ψυχομετρικός

ψυχομετρικός
-ή, -όν, Ν
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ψυχομετρία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχομετρία. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Ακρόπολις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”